Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

διὰ κενῆς

См. также в других словарях:

  • διά κενής — διά κενῆς και διακενῆς (ενν. πράξεως) επίρρ. (AM) 1. άσκοπα, μάταια, ανώφελα 2. χωρίς λόγο, αναίτια …   Dictionary of Greek

  • κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… …   Dictionary of Greek

  • επανάσεισις — ἐπανάσεισις, η (Α) [επανασείω] ύψωση ενός αντικειμένου ψηλά («ἥ τε διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • θηρεύω — (ΑΜ θηρεύω) 1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.) αρχ. 1. δελεάζω, προσελκύω 2. συλλαμβάνω 3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.) 4. (για τα χέρια ανθρώπου που… …   Dictionary of Greek

  • προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»